- πενθητήρ
- -ῆρος, ο, θηλ. πενθήτρια, Ααυτός που πενθεί για κάτι («πάρειμι τῶν σων κακῶν πενθήτρια», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα -τήρ / -τρια (πρβλ. θρηνη-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενθητῆρος — πενθητήρ mourner masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητήρων — πενθητήρ mourner masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθήτρια — πενθητήρ mourner fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητρίας — πενθητρίᾱς , πενθητήρ mourner fem acc pl πενθητρίᾱς , πενθητήρ mourner fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθήτρια — ἡ, Α βλ. πενθητήρ … Dictionary of Greek
πενθήτωρ — ορος, ὁ, Μ πενθητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
πενθητήριος — ία, ον, ΜΑ [πενθητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek